καθαιρετόν

καθαιρετόν
καθαιρετός
able to be achieved
masc acc sg
καθαιρετός
able to be achieved
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθαιρετός — καθαιρετός, ή, όν (Α) [καθαιρῶ] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αποκτήσει, να επιτύχει, αποκτητός («ὃ ἐκεῑνοι ἐπιστήμη προύχουσι, καθαιρετὸν ἡμῑν ἐστι μελέτη», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”